- χοχολιέμαι
- αμετ. стонать, охать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοχολιέμαι — Ν βλ. χουχουλιέμαι … Dictionary of Greek
χουχουλιέμαι — και χοχολιέμαι Ν 1. παραπονούμαι, κλαψουρίζω 2. ζεσταίνομαι με χουχούλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. χουχουλιάζω)] … Dictionary of Greek